- φωτοβολώ
- (ε) αμετ.1) испускать свет, светиться; 2) сиять; блестеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτοβολώ — φωτοβολῶ, έω, ΝΜ, και φωτοβολάω Ν [φωτοβόλος] εκπέμπω άπλετο φως, φωτίζω έντονα, φεγγοβολώ νεοελλ. μτφ. λάμπω, αστράφτω («το πρόσωπο της φωτοβολά από ευτυχία») … Dictionary of Greek
φωτοβολώ — φωτοβόλησα, αμτβ. και μτβ., εκπέμπω ζωηρό φως, φωτίζω άπλετα, καταλάμπω, ακτινοβολώ, καταυγάζω: Και όπου είναι κάμποι φωτοβολά και λάμπει (Γ. Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοβολή — η, Ν [φωτοβολώ] φωτοβολία … Dictionary of Greek
φωτοβόλημα — ήματος, το, Ν Μ [φωτοβολῶ] ακτινοβολία φωτός, φωτοβολία … Dictionary of Greek
φεγγοβολώ — φεγγοβόλησα, αμτβ., εκπέμπω ζωηρό φως, φέγγω πολύ, φωτοβολώ, ακτινοβολώ, λαμποκοπώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)